Ο Βασίλης Λάζαρης για το έργο του Γιάννη Βουλδή

Πολλές φορές στα χρονογραφήματα του Βουλδή συναντιέται ο θορυβώδης θίασος του πανάρχαιου Διονύσου

  Φιλολογικό βραδυνό αφιερωμένο στον αείμνηστο δημοσιογράφο, άλλοτε πρόεδρο της ΕΣΗΕΠΗΝ και του ΤΕΑΣ Γιάννη Βουλδή, διοργάνωσε με επιτυχία στη φιλόξενη αίθουσα της δημοτικής βιβλιοθήκης, η Εταιρεία Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδας.Για τον τιμώμενο καταξιωμένο συντάκτη και συγγραφέα, μίλησαν ο Πρόεδρος της Εταιρείας δικηγόρος Λεωνίδας Μαργαρίτης, ο χρονογράφος και συγγραφέας Σταύρος Ιντζεγιάννης, ο έγκριτος φιλόλογος ιστορικός ερευνητής Βασίλης Λάζαρης και ο συνάδελφος, γιος του αειμνήστου Γιάννη, Απόστολος Βουλδής, τέως Πρόεδρος της ΕΣΗΕΠΗΝ.

 

  Ολοι οι ομιλητές αναφέρθηκαν στην πολυσχιδή προσφορά του Γιάννη Βουλδή στα γράμματα και τον πολιτισμό μέσα από την πολύμοχθη και πολύχρονη εργασία του και επεσήμαναν το ήθος που απέπνεε η συγγραφική του δεινότητα.

 

   Όπως επεσήμανε ο κ. Μαργαρίτης, το Δ.Σ. της Εταιρείας Λογοτεχνών, με ομόφωνη απόφασή του είχε ανακηρύξει τους αείμνηστους δημοσιογράφους Νίκο Πολίτη, Γιάννη Βουλδή, Γιάννη Καραλή, επίτιμα μέλη της.

 

    Ειδικότερα ο επιστήθιος φίλος του Γιάννη Βουλδή Βασίλης Λάζαρης, τόνισε τα εξής :

 

    Ο Γιάννης Βουλδής, που μνημονεύουμε σήμερα, υπήρξε κορυφαία μορφή της πατραϊκής δημοσιογραφίας, με ένα όγκο προσφορών του, σκορπισμένον σε τοπικές και αθηναϊκές εφημερίδες και σε βιβλία του. Ηταν μεθοδικός κυνηγός της είδησης, που σχεδόν πάντα την εντόπιζε στην πηγή της, την τοποθετούσε στις πραγματικές της διαστάσεις και την ερμήνευε ως μια από το πλήθος των εκφράσεων εκείνων της ρέουσας πραγματικότητας, που συγκροτούν την ουσία της καθημερινής αλήθειας.

 

   Αυτή την αλήθεια, που οι σκοπιμότητες πολλές φορές την αλλοιώνουν ή ακόμη και την εξαφανίζουν και στη θέση της τοποθετούν τους εξυπηρετικούς μύθους, που κατασκευάζουν διάφορα κέντρα μαζικής ενημέρωσης, αυτή την αλήθεια της έντιμης δημοσιογραφίας την πρόβαλλε πάντα ο Γιάννης Βουλδής με διάφορους τρόπους-με το περιεκτικό και σαφές ρεπορτάζ, με τις προσεγμένες αναλύσεις των ερευνών, με τον αντικειμενικό πολιτικό σχολιασμό, αλλά και με το χρονογράφημα, απαραίτητο συμπλήρωμα άλλοτε των εφημερίδων.

 

    Ειδικά το χρονογράφημα του Γιάννη Βουλδή προσφερόταν στον αναγνώστη μέσα από λιτές κατά κανόνα αναφορές σε πραγματικά συνήθως περιστατικά, που δένονταν με χθεσινούς ή και σημερινούς γνωρίμους μας, φορτωμένους μερικές φορές με απογοητεύσεις ή σε άλλες περιπτώσεις με ελπίδες. Ησαν αφηγήσεις σχετικές με καθημερινούς ανθρώπους, τους οποίους μπορεί ο καθένας μας να συναντήσει στην αγορά, που βολοδέρνει η ζωή, ή στα στέκια των απόμαχων, που σμίγουν τα δικά τους δειλινά με νοσταλγικές αναμνήσεις.

 

   Οι άνθρωποι των χρονογραφημάτων του Βουλδή προσδιορίζονταν από συγκεκριμένες ιστορίες, δοσμένες με την απλότητα του λαϊκού λόγου, που δεν κουβαλά πάνω του περιττά

-2-

στολίδια. Ετσι, οι εν λόγω ιστορίες, δοσμένες, όπως όλες οι αφηγήσεις των χρονογραφημάτων, ως ζωντανά δηλαδή ρεπορτάζ και ως λογοτεχνικές συνάμα προσεγγίσεις των συμβαινόντων, δεν έχαναν καθόλου την καθαρότητα και την αμεσότητά τους. Αντίθετα κόχλαζαν από συνεχώς καταμαρτυρούμενες αλήθειες, άγγιζαν κάθε ειλικρινή σκέψη για τα πράγματα και τα φαινόμενα, αλλά και σε κάποιες στιγμές εξισώνονταν με μικρά όνειρα φίλων σκορπισμένα σε νυχτερινούς δρόμους.

 

   Στα χρονογραφήματα του Βουλδή πολλές φορές δοξολογούνταν ο έρωτας των νέων ανθρώπων, που αντιπάλευε την ψεύτικη σωφροσύνη και την υποκριτική σεμνότητα των πολύπειρων γονέων και αναζητούσε τις ηδονικές ολοκληρώσεις, ανταμωμένες με την αμοιβαία τρυφερή αφοσίωση. Άλλες φορές ξεδιπλώνονταν οι προσπάθειες των τέκνων της αγροτικής φτωχολογιάς να ξεφύγουν από την ανέχεια, να ανοίξουν πανιά για τολμηρά ταξίδια στις ανοιχτές θάλασσες του κόσμου και να κερδίσουν τη γνώση και την άνεση της ζωής. Σε πολλές περιπτώσεις ψαχούλευαν οι φόβοι του θανάτου τους στοχασμούς των αρρώστων πρεσβυτών, που είχαν αράξει πια σε απάνεμα λιμάνια, μα που διψούσαν ακόμη για ξεφάντωμα-πάντα ωστόσο σ’ αυτές τις ειδικές περιπτώσεις οι φόβοι σκορπίζονταν και το πικρό υποτιθέμενο ταξίδι πάνω στα ασάλευτα νερά της Αχερουσίας λησμονιόταν μπροστά στο μεθυστικό πέρασμα ωραίων γυναικών, που τους θύμιζαν γλυκά ατοπήματα  της άτακτης νιότης τους.

 Οι ήρωες των χρονογραφημάτων του Βουλδή μας είναι πολύ γνωστοί-τους έχουμε συναντήσει στα γραφεία, στα καφενεία, στα σπίτια, στα γήπεδα, στα χωράφια, στους δρόμους και έχουμε ανταποδώσει τον χαιρετισμό τους. Είναι όλοι τους ντυμένοι με τις ελπίδες μας, με τους σχεδιασμούς μας, με τις έχθρες μας, με τις αγάπες μας, με τις επιμονές μας, - ακόμη και με τις βεβαιότητές μας για την αλήθεια κάποιων ψεύτικων λόγων και με τις αμφιβολίες μας για συγκεκριμένες ειλικρινείς προθέσεις. Είναι κατά κάποιον τρόπο το αντίγραφό μας, που πολλές φορές δεν θέλουμε να παραδεχτούμε, μα που πάντα το συναντάμε, όταν επιδιώκουμε την δικαίωσή μας μέσα στις εύκολες και στις δύσκολες πράξεις μας ή ακόμη και όταν κυνηγάμε σαν αιώνιοι έφηβοι άπιαστους ίσκιους.

 

   Πολλές φορές στα χρονογραφήματα του Βουλδή συναντιέται ο θορυβώδης θίασος του πανάρχαιου Διονύσου – όχι εκείνος ο ηττημένος, που αποχαιρετά την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, αλλά αυτός, που αναδύεται ως πρόταση ζωής μέσα από την απέραντη αγκαλιά του κόσμου. Πρόκειται για τις αναφορές του κατά πρώτο λόγο στο πατρινό καρναβάλι, που αποτελούσε για τον ίδιο όχι υπόδειξη φυγής από την παγωνιά της σιδερένιας πραγματικότητας του καιρού μας, αλλά υπόμνηση της αρχέγονης προσταγής για την συμμετοχή όλων των ανθρώπων στην ευτυχία.

 

   Τα χρονογραφήματα ωστόσο του Γιάννη Βουλδή αποτέλεσαν ένα μονάχα τρόπο της παρουσίας του στον έντυπο τύπο, που εκφραζόταν και εκφράζεται κατά κανόνα με την προβολή των γεγονότων και με την ερμηνεία τους. Και στη δική του περίπτωση τα γεγονότα καταγράφονταν πάντα στις πραγματικές τους διαστάσεις, αποκλειστικά δε και μόνο με τα στοιχεία εκείνα, που απαρτίζανε την ουσία τους, ενώ κάθε φορά ο σχολιασμός του προσδιόριζε με ακρίβεια την  αξία τους και την θέση τους μέσα στην συνέχεια εξελισσόμενη αλήθεια. Ο σχολιασμός βέβαια αλλά και ο τρόπος παρουσίασης των γεγονότων δεν υπήρξαν ποτέ εύκολα εγχειρήματα για τους δημοσιογράφους – και αυτό το δεδομένο ποτέ δεν το ξεχνούσε ο Βουλδής. Ηξερε, πως η εφημερίδα υπηρετούσε κάποιον σκοπό, πως προωθούσε μια συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη των πραγμάτων, πως επεδίωκε να συμβάλει στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, για να εξυπηρετήσει μια συγκεκριμένη έκφραση εξουσίας, πως ο τύπος γενικότερα αποτελούσε ένα από τα εποικοδομήματα, που στηρίζονταν πάνω στη βάση, η οποία δήλωνε το κατεστημένο και εκφραζόταν είτε ως παραδοχή είτε ως έμμεση ή άμεση άρνησή του. Και ήξερε ακόμη να μην ξεγελιέται από τον ωραίο μύθο, ότι ο τύπος αποτελούσε την τέταρτη εξουσία, εφόσον στην πραγματικότητα η εξουσία είναι μία και μοναδική και οι τρεις γνωστές μορφές, με τις οποίες ο Μοντεσκιέ την παρουσίασε, απλοί διαχειριστές της.

   Τα ήξερε όλα αυτά ο Βουλδής, γνώριζε όμως ως ολοκληρωμένος δημοσιογράφος να περπατά πάντα με σωστούς βηματισμούς στα κακοτράχαλα μονοπάτια, να αποφεύγει τους γκρεμούς και με τις περιφράσεις, που μεταχειριζόταν, να προσφέρει τις πραγματικότητες της καθημερινής ζωής και την βαρύτητα αυτών των πραγματικοτήτων στον αναγνώστη. Ετσι μια διφορούμενη λέξη στον επίτιτλο ή στον υπότιτλο της μεγάλης είδησης, του «ανοίγματος», μπορούσε να εξασφαλίσει την δυνατότητα να συλλάβει την αλήθεια κάποιων πολιτικών πραγμάτων τουλάχιστον ο «υποψιασμένος» αναγνώστης, που γνώριζε να διαβάζει κάτω από τις γραμμές και το απομονωμένο μονόστηλο των εσωτερικών

σελίδων να διασώζει από την εξαφάνιση το περιστατικό, που η διεύθυνση του συγκεκριμένου εντύπου ήθελε να θάψει.

 

   Είχα την τιμή να είμαι φίλος του Γιάννη Βουλδή και μάλιστα επιστήθιος φίλος και πολλές φορές, όταν ήμασταν και οι δύο νέοι και κυνηγούσαμε όνειρα, περνούσα περασμένα μεσάνυχτα από την «Πελοπόννησο», όπου εργαζόταν και όταν στο «μάρμαρο» είχε στοιχειοθετηθεί η εφημερίδα και πήγαινε στη συνέχεια για το πιεστήριο, περιμέναμε να πάρουμε δυο από τα ζεστά φύλλα της και κατόπιν βγαίναμε στους έρημους δρόμους της πόλης και περπατώντας συζητούσαμε τις ειδήσεις εκείνων των γεννοβόλων καιρών μέσα στη νύχτα, που κυλούσε. Και μέσα από τις συζητήσεις αυτές ο δημοσιογράφος Βουλδής εξακολουθούσε να εκφράζεται ως δημοσιογράφος με τους τεκμηριωμένους του σχολιασμούς και με τις επιτυχείς κατά κανόνα προβλέψεις του.

   Ο Βουλδής είχε ζήσει κατά καιρούς, όπως όλοι μας άλλωστε, την έλευση ψεύτικων λυτρωτών, που ευαγγελίζονταν σωστικές ριζοσπαστικές αλλαγές στη χώρα, χωρίς ποτέ να τους αποδεχθεί και να τους χειροκροτήσει. Κι αυτό συνέβαινε, γιατί αντιλαμβανόταν πάντοτε σε αυτές τις περιπτώσεις την αλήθεια, που διατύπωνε ο Γατόπαρδος στην ομώνυμη ταινία του Βισκόντι, ότι δηλαδή για να μείνουν όλα τα ίδια στην πολιτική και κοινωνική ζωή, πρέπει όλα να αλλάξουν.

  Ο Βουλδής ως μαχόμενος δημοσιογράφος δεν προσποιήθηκε ποτέ τον «ανεξάρτητο» - κατάσταση, που διευκολύνει πολλούς για μεταλλάξεις. Ηταν ενταγμένος συνειδητά και μάλιστα μέσα σε χαλεπούς χρόνους, στην Αριστερά – όχι στην Αριστερά, που δηλοποιείται από τα εισαγωγικά της, αλλά στη συνεπή Αριστερά των διωγμών, των οραμάτων και των αγώνων.

   Αυτή η ένταξή του τον είχε οδηγήσει, εκτός των άλλων, στο να κτίσει αμισθί, μαζί με τον Άγγελο Βλαχάκη, το εβδομαδιαίο δημοσιογραφικό όργανο της προδικτατορικής ΕΔΑ στην

Αχαΐα, την «Δημοκρατική Πορεία», χωρίς ποτέ να υπολογίσει τους κινδύνους, που συνεπαγόταν αυτή η ενέργειά του για την καριέρα του – έγραψε μάλιστα και τα χρονογραφήματα αυτής της εφημερίδας χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Ο φίλος».

 

   Στα χρονογραφήματά του ωστόσο αυτά αναδεικνυόταν κατά πολύ άμεσο τρόπο η επαναστατικότητά του. Θύμιζαν συγκεκριμένα τα εν λόγω χρονογραφήματα τα θαλασσοπούλια από ένα ποίημα του Μαξίμ Γκόρκυ, τα οποία «πετούν πάνω από τα αφρισμένα κύματα σκίζοντας την καταιγίδα με τις κραυγές τους, που εκφράζουν τη δύναμη του θυμού, την φλόγα του πάθους και την βεβαιότητα της νίκης, την ίδια ώρα, που τα περιστέρια, αγνοώντας την χαρά της μάχης, τρέμουν τον θόρυβο της βροχής»

 

   Στα χρόνια της φασιστικής δικτατορίας της 21ης του Απρίλη του 1967 ο Γιάννης Βουλδής ως ανταποκριτής του γαλλικού πρακτορείου ειδήσεων είχε επανειλημμένα τροφοδοτήσει με προσωπικό κίνδυνο το πρακτορείο αυτό με ειδήσεις σχετικές με τους αγώνες της νεολαίας και του λαού σε τοπικό επίπεδο κατά της στρτιωτικοφασιστικής χούντας. Στη μεταπολίτευση τέλος έστελνε και δημοσιεύονταν χρονογραφήματά του με αγωνιστικό πάντα

περιεχόμενο στον «Ριζοσπάστη», με την υπογραφή «Ο Συνάδελφος» – μια λέξη, που πάντα χρησιμοποιούσε για τους δημοσιογράφους συναδέλφους του ο αξέχαστος κομμουνιστής δημοσιογράφος και μάρτυρας Κώστας Βιδάλης.

 

   Πολλές φορές είχε αναφερθεί ο Γιάννης Βουλδής στον θάνατο, σε συζητήσεις μας, χωρίς ωστόσο κανένα φόβο, αλλά και χωρίς καμμιά φρούδα ελπίδα μεταφυσικών αμοιβών. Συνήθιζε μάλιστα να υπενθυμίζει πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις τη σοφή ρήση του μεγάλου Επίκουρου, σύμφωνα με την οποία «ο θάνατος ουδέν έστι προς ημάς». Μιλούσε, εξάλλου, για την Αχερουσία λίμνη των ψυχών, χωρίς να την αποδέχεται και για τις σκοτεινές πύλες του Άδη χωρίς να αφουγκράζεται τις υλακές του Κερβέρου. Ηταν δηλαδή ένας πολύ ζωντανός άνθρωπος και σαν ζωντανός άνθρωπος φωλιάζει μέσα στη σκέψη όλων εκείνων, που τον είχαν γνωρίσει και τον αγαπούσαν.

 

 

Διαβάστε επίσης