«Βουτιά» των ιδιωτικών καταθέσεων κατά 2,3 δισ. ευρώ

Την καθίζηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων εξαιτίας της υπερφορολόγησης καθρεφτίζουν οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, που υποχώρησαν το πρώτο δίμηνο της φετινής χρονιάς κατά 2,3 δισ. ευρώ, χάνοντας το 1/4 της περσινής αύξησής τους. Η βουτιά αυτή συμπαρέσυρε το σύνολο των καταθέσεων στα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, το οποίο υποχώρησε τον Φεβρουάριο στα 157,1 δισ. ευρώ, έναντι 159,5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο, προκαλώντας τον έντονο προβληματισμό της τραπεζικής αγοράς και των οικονομικών αναλυτών.

Το σύνολο των τραπεζικών αποταμιεύσεων αυξήθηκε το 2018 κατά 15,2 δισ. ευρώ (έναντι αύξησης 4 δισ. ευρώ το 2017 και μόλις 2 δισ. ευρώ το 2016), καλλιεργώντας την προσδοκία ότι φέτος θα μπορέσει να επιτευχθεί νέο άλμα κατά τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ, προκειμένου να τονωθεί η ρευστότητα των τραπεζών και να ξανανοίξουν οι στρόφιγγες χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Ωστόσο, το 2019 κάθε άλλο παρά με το δεξί μπήκε. Μέσα στους δύο πρώτους μήνες εξανεμίστηκαν 2,4 δισ. ευρώ, κυρίως επειδή οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα συρρικνώθηκαν από τα 134,5 δισ. ευρώ τον περασμένο Δεκέμβριο στα 132,2 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο. Πρόκειται για περίπου τα ίδια επίπεδα με τον Απρίλιο του 2015, όταν η περιβόητη διαπραγμάτευση του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη είχε αρχίσει να προκαλεί μαζικές εκροές καταθέσεων.

«Τα νοικοκυριά φαίνεται ότι άρχισαν να καταφεύγουν από την αρχή του τρέχοντος έτους στην ανάλωση αποταμιεύσεων για να καλύψουν φορολογικές υποχρεώσεις, όπως η τελευταία δόση του ΕΝΦΙΑ και οι ρυθμίσεις οφειλών, και να στηρίξουν τα επίπεδα κατανάλωσης, καθώς τα χρήματα που είχαν φυλάξει σε θυρίδες και... στρώματα έχουν μειωθεί σημαντικά», επισήμανε στο «business stories» έμπειρος αναλυτής συστημικής τράπεζας.

Σύμφωνα με υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή, περίπου 10 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι εξακολουθούν να βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος, δηλαδή σε θυρίδες και στρώματα. «Οι πλέον δύσπιστοι φαίνεται ότι περιμένουν το αποτέλεσμα των εκλογών για να επιστρέψουν τα χρήματά τους στα γκισέ των τραπεζών», σχολιάζει η ίδια πηγή.

Η έκθεση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, για το 2018 δείχνει ότι την περσινή χρονιά τα μετρητά που επέστρεψαν στο τραπεζικό σύστημα αυξήθηκαν, καθώς η μέση μηνιαία εισροή τραπεζογραμματίων στο τραπεζικό σύστημα διαμορφώθηκε σε 634 εκατ. ευρώ, έναντι 608 εκατ. ευρώ το 2017 και 427 εκατ. ευρώ το 2016. Ετσι, η εγχώρια εκτιμώμενη νομισματική κυκλοφορία περιορίστηκε σημαντικά τα τελευταία 3,5 χρόνια, υποχωρώντας στο 15% του ΑΕΠ το 2018, από 19% το 2017 και 24% το 2016. Εντούτοις, διατηρείται ακόμα σε υπερδιπλάσια επίπεδα σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο (ήταν 6% του ΑΕΠ το διάστημα 2003-2008).

Το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) τόνισε στην τελευταία τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία ότι η επιστροφή των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα είναι μία από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας. «Οι καταθέσεις αυτές δεν ανακάμπτουν μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, ενώ συνεχίζεται για 9η χρονιά η πιστωτική συρρίκνωση», υπογράμμισαν οι αναλυτές του ΙΟΒΕ, προσθέτοντας ότι «παρά τις ως επί το πλείστον θετικές εξελίξεις και την άρση των capital controls εσωτερικά, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, κυρίως από νοικοκυριά, είναι στάσιμες την περίοδο Σεπτεμβρίου 2018-Φεβρουαρίου 2019» και ότι υπ’ αυτές τις συνθήκες «δεν αναμένεται αλλαγή τάσης στην παροχή κεφαλαίων, τουλάχιστον το α’ εξάμηνο φέτος - και μάλλον στο σύνολο του έτους».

Τον περασμένο Αύγουστο, όταν έπεσε η αυλαία των μνημονίων, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα έφταναν τα 131,6 δισ. ευρώ. Αφού παρέμειναν στάσιμες για τρεις μήνες (131,7 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, 131,5 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο και 131,4 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο), τον Δεκέμβριο αυξήθηκαν στα 134,5 δισ. ευρώ, αλλά στη συνέχεια εμφάνισαν νέα κάμψη, υποχωρώντας στα 132,9 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο και στα 132,2 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο. Κρίσιμα θεωρούνται τα στοιχεία του Μαρτίου που θα ανακοινωθούν σε λίγες ημέρες από την Τράπεζα της Ελλάδος και θα δείξουν εάν τα ανησυχητικά δείγματα του πρώτου διμήνου του 2019 συνεχίστηκαν.

Διαβάστε επίσης