Για την "Ιδιωτική αντωνυμία", το νέο βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη

μια συζήτηση με τον λογοτέχνη Δημήτρη Μαγριπλή

Με τον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη,γνωρίστηκα μέσα από την μελέτη των λογοτεχνικών του έργων. Πολλά τα κοινά. Εκπαιδευτικός, συγγραφέας με κριτικό πνεύμα στα συλλογικά, αγάπη για την φύση και ιδιαίτερες ευαισθησίες για τον αδικημένο και τον περιθωριακό άνθρωπο. Με μια ανάγκη να ονειρεύεται καλύτερο κόσμο και μια κοινωνία λιγότερο άδικη και ταξική. Μας ένωσε η λογοτεχνία αλλά και ο αμοιβαίος σεβασμός στους κόπους μας, ακόμη και όταν αυτοί δεν είναι πνευματικοί μα υλικοί, όπως το λάδι που μου χαρίζει την επιβίωση. Τις  προάλλες μου έλεγε ότι το νέο βιβλίο του, «Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία», είναι έτοιμο και θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις «Κίχλη». Αυτό στάθηκε η αφορμή για την παρακάτω συζήτηση…. 

Εκπαιδευτικός ή συγγραφέας, Παναγιώτη;
Κάθε ιδιότητα έχει την αξία, κουβαλάει τους περιορισμούς, έχει την ιδιαιτερότητά της. Είναι μέρος της κοινωνικής, κατά συνέπεια και της προσωπικής μας ταυτότητας. Αλλά, η προσκόλληση στον ρόλο μπορεί να αποκρύψει την αληθινή ταυτότητα, να παραμορφώσει το αληθινό πρόσωπο. Προσπαθώ να υποδύομαι όσο καλύτερα μπορώ τον εκάστοτε ρόλο διατηρώντας έναν βαθμό αυτονομίας κι ακόμη περισσότερο προσπαθώ να αποφεύγω τις μεταξύ τους ιεραρχήσεις. Ως εξής λοιπόν η απάντησή μου: πριν απ’ όλα είμαι ένας άνθρωπος που διατηρεί παιδαγωγική σχέση δασκάλου με τη νέα γενιά και αναζητά αισθητικούς τρόπους για να εκφραστεί λογοτεχνικά, νιώθω δε αληθινά ευτυχής που φέρω και τη μία και την άλλη ιδιότητα, αλλά πριν απ’ όλα προσπαθώ να είμαι απλώς εγώ.

Επαρχία ή μεγαλούπολη; Τι σου ταιριάζει περισσότερο;
Στην επαρχία μεγάλωσα, η βιοτική ανάγκη με οδήγησε στην πόλη, κατάφερα να ξαναγυρίσω στην επαρχία. Εδώ και μια δεκαπενταετία ζω σταθερά σε μια αγροτική κοινότητα του δήμου Πέλλας, εργαζόμενος σε σχολείο των Γιαννιτσών. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή, που ακόμη την υπερασπίζομαι. Η επαφή με τη φύση, η ενασχόληση με το χώμα, το μεγάλωμα των δέντρων, η φροντίδα των ζώων είναι για μένα σχολείο, πηγή έμπνευσης και παράγοντας ισορροπίας. Θλίβομαι όμως από το πολιτιστικό και πνευματικό βάλτωμα της υπαίθρου, είτε πρόκειται για ημιαστικές είτε πρόκειται για αγροτικές περιοχές. Είναι κρίμα, γιατί ούτε το ταλέντο ούτε η διάθεση λείπουν, αλλά τις περισσότερες φορές βλέπω να καταπνίγονται. Η ευθύνη των δήμων είναι σε αυτό το θέμα  πολύ μεγάλη.

Κατά πόσο το φως του τόπου σου αντανακλάται στα κείμενά σου;
Δεν μπορείς παρά να ’σαι δεμένος με τον τόπο, την εποχή και την κοινωνία σου. Δεν δημιουργώ σε συνθήκες εργαστηρίου, δεν ζητώ την απομόνωση στη λογοτεχνική μου σοφίτα, δεν κοιτώ αφ’ υψηλού τριγύρω. Προσπαθώ, έστω και με κάποια μικρή απόσταση, να μετέχω στην τρέχουσα πνευματική, λογοτεχνική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και να αντλώ όχι μόνο από το φως αλλά και από τα σκοτάδια της, όχι μόνο από τα γέλια  αλλά και από τους γόους της. Θαρρώ ότι όλα αυτά στοιχειοθετούν την πιο αναγκαία συνθήκη της δικής μου δημιουργίας.

Οικονομική κρίση ή πνευματική, σε μια χώρα που ουσιαστικά παραπαίει;
Κι εδώ συνέβη το αναπόφευκτο αλλά όχι επαρκώς μελετημένο. Ότι πριν από την οικονομική καθίζηση σημειώθηκε αργά κι ύπουλα μια βαθύτερη πνευματική καθίζηση. Λέω για τις αξίες που εκποιήσαμε σε όλη την περίοδο της σχετικής ευμάρειας, όταν με ευθύνη της τότε πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας οι ποιητές αντιμετωπίζονταν ως λαπάδες ή τα σκυλάδικα ως πολιτιστικά κέντρα ή τα αναβολικά βραβεία ως εθνική ανάταση ή τα μεσημεριανάδικα της τηλεόρασης ως ψυχαγωγικό θέαμα ή το «πούλα - πούλα» του χρηματιστηρίου ως οικονομική δραστηριότητα. Τρεις δεκαετίες ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, δεξιάς ή κεντρώας κοπής, ήταν αρκετές για την ανάδειξη του εγώ σε κέντρο, μέτρο και σκοπό των πάντων. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η πολιτική, οικονομική και πνευματική μήτρα των εξελίξεων που ακολούθησαν – το «μαζί τα φάγαμε» ήταν η πιο αποτρόπαια, η πιο κυνική και η πιο άθλια κατάληξη του ιδεολογικού αυτού σχήματος, που αρνούμενο να αναλάβει τις ευθύνες του έσπευσε από την αρχή ακόμη της κρίσης να διασπείρει την ενοχή επί δικαίων και αδίκων.

 

Ποια η τύχη του ποιοτικού λογοτεχνικού βιβλίου σε μια χώρα που το αναγνωστικό κοινό όλο και μειώνεται; Κατά πόσο αισιοδοξείς;
Βάλλεται πανταχόθεν το βιβλίο: από την εικόνα, από τους έντονους ρυθμούς ζωής, από την εξορία που του επιφυλάσσει το σχολείο, από τη στρεβλή αντίληψη που έχει εμπεδωθεί για την ψυχαγωγία, από το καταναλωτικό πρότυπο. Κάποιες αλλαγές προωθούνται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για τη συνεξέταση της λογοτεχνίας με τη γλώσσα, που θαρρώ ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν αρκούν. Χρειάζεται μια κεντρική πολιτική για τη στήριξη του βιβλίου, την προβολή του από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, την ενίσχυση των δημοτικών βιβλιοθηκών σε τοπική κλίμακα, την αξιοποίηση των σχολικών βιβλιοθηκών που έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί, την επαφή των συγγραφέων με το κοινό. Όμως βλέποντας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση να συνεχίζει να κάνει το παν για να μισήσουνοι έφηβοι το βιβλίο, ομολογώ ότι ανησυχώ, πικραίνομαι και πεισμώνω.

Τι οδήγησε στα ίδια ράφια τα βιβλία του Παπαδιαμάντη με τις σύγχρονες ιστορίες αγάπης και την παραλογοτεχνία;
Αναπόφευκτα το βλέπουμε κι αυτό, την ποιοτική δηλαδή λογοτεχνία να ψωμίζεται εκδοτικά από την εμπορική επιτυχία της παραλογοτεχνίας. Δεν την θέλω μια τέτοια δάνεια εκδοτική ύπαρξη. Αργά ή γρήγορα με καταργεί, με ακυρώνει ως λογοτέχνη. Η άποψη ότι είναι ένα πρώτο σκαλί δεν με βρίσκει σύμφωνο. Από το σκυλάδικο μένεις στο σκυλάδικο, ούτε στο ρεμπέτικο ούτε στο έντεχνο ούτε στη τζαζ δεν μπορείς να φτάσεις. Η άποψη ότι όλα έχουν την ώρα τους, ακόμη και το ροζ, επίσης δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι αδηφάγο αυτό το χρώμα, σε ανεβάζει σε ροζ συννεφάκια, ζωγραφίζει ροζ καρδούλες, χτίζει ροζ ζωές, σε παρασέρνει τελικά στο ροζ, σε βυθίζει πλήρως στο ροζ. Η ευθύνη κοινού και εκδοτών είναι δεδομένη. Το δε συγγραφικό χρέος που βαραίνει όσους προσπαθούν αληθινά να λογοτεχνούν καθίσταται ακόμη μεγαλύτερο: κάθε βιβλίο που γράφουν πρέπει να είναι ένα ανάχωμα στην αισθητική φτήνια.

Σχολές δημιουργικής γραφής. Δυο λόγια….
Θεωρώ τις προσδοκίες που δημιούργησε όλη αυτή η βιομηχανία της δημιουργικής γραφής φρούδες, και ήδη παρατηρώ τα πρώτα σημάδια της υποχώρησής της. Κανένα μεταπτυχιακό, κανένα σεμινάριο δεν σε κάνει συγγραφέα, ούτε καν ικανό να διδάξεις τη γραφή. Εντός της γραφής συγκεντρώνονται προϋποθέσεις, συμπυκνώνονται κόσμοι, διασταυρώνονται πραγματικότητες που γελοιοποιούν κάθε διδακτική συνταγή έμπνευσης. Ενθυμούμενος προτάσεις του τύπου «ανοίγεις ένα λεξικό και παίρνεις την πρώτη τυχαία λέξη» μειδιώ ειρωνικά. Γνωρίζω την αίρεση ότι δεν είναι μόνο αυτό η δημιουργική γραφή, αλλά σε όσα εγώ είδα και διάβασα ως προς τις τεχνικές πλοκής, ως προς την  αρχιτεκτονική της δόμησης, ως προς την σκιαγράφηση των χαρακτήρων κτλ. κτλ. διαπίστωσα μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στην αφελή ή επεξεργασμένη διδακτική πρόταση της γραφής και στην πραγματικότητα της γραφής. Στη δική μου αντίληψη το ένα και μοναδικό σχολείο είναι η καθημερινή τριβή, το ατέλειωτο νυχτέρι με τις λέξεις, η απολαυστική, ενίοτε λυτρωτική, κάποτε μαρτυρική ματιά προς τα έξω και προς τα μέσα – κατά προτίμηση δε, ας κάνω κι εγώ ένα μάθημα «δημιουργικής γραφής», στις άκρες, στις γωνίες, στις σκιές. 

Συγγραφέας με έντονα πολιτικό στίγμα ή καταγραφέας των κοινωνικών προβλημάτων;
Κάθε γραφή, όπως και κάθε πράξη είναι, είτε το θέλει είτε όχι, είτε το παραδέχεται είτε το ξορκίζει, βαθιά πολιτική. Αλλά ως γραφή δεν παύει να είναι πρωτίστως αισθητική πράξη, εννοώ ότι έχει τα ενδογενή κριτήρια της ποιότητας, στην προκειμένη της λογοτεχνικότητάς της. Προσπερνώντας την απλή σχολιογραφική καταγραφή των κοινωνικών προβλημάτων, που προσωπικά με αφήνει αδιάφορο, λέω ότι η συνείδηση της διττής αυτής διάστασης, αισθητικής και πολιτικής, μπορεί να προστατεύσει τον συγγραφέα και από την στράτευση και από τον αισθητισμό και να δημιουργήσει νέους αναβαθμούς στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον πνευματικό (με την έννοια του αισθητικού και πολιτικού) ρόλο του. Εν ολίγοις, βλέπω στον λογοτέχνη τον ρόλο του ενεργού και κριτικού διανοούμενου, που λόγω, πράξει και λογοτεχνικώ έργω προάγει τις αισθητικές και κοινωνικές αξίες του, με γνώμονα την πολιτιστική και κοινωνική πρόοδο του τόπου του.

 

Μυθιστοριογράφος ή διηγηματογράφος;
Ευτύχησα να υπηρετήσω και τα δύο είδη. Κρατώ από το διήγημα την πυκνότητα και την ποιητικότητα της γραφής, υιοθετώ από το μυθιστόρημα την αναλυτικότητα και την αφηγηματικότητα της γραφής και συνεχίζω να γράφω και διηγήματα και μυθιστορήματα.  Ενίοτε δε στρέφομαι στη νουβέλα, οπότε συνδυάζω την αποκτημένη πείρα από τα δύο παραπάνω είδη.
10. Η αφαιρετικότητα είναι ικανότητα στην τέχνη ή αναγκαιότητα σε μια εποχή που η εικόνα σκοτώνει το λόγο;
Νομίζω ότι από πριν ακόμη ήταν αναγκαιότητα, εννοώ απ’ όταν έγινε το πέρασμα από την παραδοσιακή στη νεωτερική γραφή. Ίδιον λοιπόν της νεωτερικότητας είναι ένας πιο αυτονομημένος και κλειστός στα νοήματά του λόγος που δεν αποκαλύπτει τις αλήθειες του στον αναγνώστη αλλά τον καλεί να συμμετάσχει στη διαδικασία της αποκωδικοποίησής του και αν πράγματι σέβεται το κοινό του το αφήνει να κατασκευάσει ακόμη και ερήμην της συγγραφικής πρόθεσης τις δικές του αλήθειες. Υπηρετώ την αφαιρετικότητα της γραφής γιατί είναι η μόνη υφολογική και αφηγηματική συνθήκη, για να κάνω τον αναγνώστη μου συμμέτοχο σε ό,τι γράφω. Γνωρίζω ότι υπάρχει ο κίνδυνος να γίνω δύσληπτος, ίσως να μου συνέβη κιόλας στο παρελθόν, αλλά κλίνω πλέον στην αρχή ότι η απλότητα είναι δείγμα συγγραφικής ωριμότητας, και ακόμη περισσότερο όταν συνυπάρχει με τον αναγκαίο κάθε φορά βαθμό αφαιρετικότητας.

Μίλησέ μας για το νέο βιβλίο σου.
Είχαμε ένα παιχνίδι κλειστού χώρου πολύ παλιά, τυφλόμυγα το λέγαμε. Πέντε έξι άτομα σε ένα δωμάτιο, δέναμε τα μάτια κάποιου και παίρναμε θέση στις γωνίες. Αυτός με τα δεμένα μάτια  περιφερόταν ανάμεσά μας και ψηλαφώντας μαλλιά, πρόσωπα και λαιμούς  προσπαθούσε να μας αναγνωρίσει. Νικητής έβγαινε όποιος έκανε τις πιο σωστές μαντεψιές. Ούτε που θυμάμαι πόσες δεκαετίες έχω να το παίξω κι ούτε έχω δει ποτέ τις κόρες μου να το παίζoυν. Μου ’ρθε όμως έτσι στα καλά καθούμενα πριν από καιρό. Τρεις τα ξημερώματα στο ολοσκότεινο δωμάτιο, αφουγκραζόμουν ήχους και υποψιαζόμουνα σκιές. Φαντάστηκα λοιπόν ότι είχα σηκωθεί, τριγύρναγα στις γωνίες με ανοιχτά χέρια και ψαχούλευα φωνήεντα, κόγχες ματιών και αναμνήσεις. Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία, που αυτές τις μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη, ας θεωρηθεί σαν το αποτέλεσμα αυτού ακριβώς του παιχνιδιού. Πάει ένα χρόνο τώρα που παίζω μονάχος μου τυφλόμυγα τις νύχτες. Τα εκατόν σαράντα εφτά μικρά πεζά, που περιέχει το βιβλίο μου, είναι οι δικές μου μαντεψιές.

 

 

 

Δημήτρης Μαγριπλής 

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ