Μιλώντας για την λαϊκή τέχνη και παράδοση

-Του Γιώργου Αναστασόπουλου

Μέλους του Χορευτικού Τμήματος Εκπολιτιστικού Συλλόγου Σαγεΐκων

         Αρχίζοντας μια τέτοια συζήτηση, θα πρέπει να ορίσουμε τι εννοούμε λέγοντας «λαϊκή τέχνη και παράδοση». Ένας καλός ορισμός είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτός του Τάσου Βουρνά από το βιβλίο του «Η παράδοση και η επιβίωσή της στον σημερινό πολιτισμό μας»: «Με τον όρο «παράδοση» πρέπει να νοήσουμε τις πολιτιστικές αξίες του παρελθόντος που έδωσαν το ιδιαίτερο χρώμα στην παρουσία του Ελληνικού λαού στον χώρο του, στον χώρο των Βαλκανίων και γενικότερα στον Ευρωπαϊκό, που διαμόρφωσαν τα διακριτικά στοιχεία του πολιτισμού του και των ηθικοπνευματικών του αξιών και που εξακολουθούν, εφ’ όσον λειτουργούν με βάση τον νόμο της επιβίωσης, να αρδεύουν και το σημερινό πολιτιστικό μας χώρο, προσθέτοντας στις πραγματώσεις του παρόντος, το στοιχείο εκείνο από το παρελθόν, που εκπηγάζει από τις εθνικές μας ρίζες».

         Κι όταν βέβαια λέμε «παράδοση», εννοούμε ένα σύνολο δράσεων και καταστάσεων που ξεκινά από την ιστορική μνήμη ενός λαού, περνά από την γλώσσα του, την λαϊκή οικοτεχνία, τα μουσικά όργανα και τους χορούς του, τα ήθη και τα έθιμα, την λαϊκή αρχιτεκτονική, ζωγραφική και γενικότερα τέχνη και φυσικά, τα τραγούδια του.

        Η λαϊκή τέχνη όμως και η παράδοση σ’ ένα λαό, δεν δημιουργείται από τα πάνω, αλλά από τις ανάγκες της καθημερινότητάς του. Γιατί την λαϊκή τέχνη την γεννούν οι ανάγκες και την ομορφαίνει η φαντασία και η παράδοση, σε συνδυασμό με την λαϊκή μυθολογία και αισθητική.  Και πάνω απ’ όλα το Δημοτικό τραγούδι του το οποίο και εκφράζει την λαϊκή ψυχή. Γιατί, το δημοτικό τραγούδι γεννήθηκε καθαρά από την ανάγκη έκφρασης του λαϊκού ανθρώπου και προσαρμόστηκε στα ήθη, τα έθιμα και  τις ανάγκες κάθε τόπου, λειτουργώντας σαν ένα συνοδευτικό της ζωής και της καθημερινότητας. Ένα χρηστικό της αντικείμενο θα τολμούσα να πω. Και μάλιστα, τόσο χρηστικό, όσο μια κατσαρόλα ή ένα τηγάνι, όσο κι αν αυτό ακούγεται υπερβολικό. Σκεύος απαραίτητο για την σωστή λειτουργία της κοινότητας, την ψυχαγωγία και την διασκέδασή της. Γιατί το τραγούδι συνόδευε τον άνθρωπο σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του, όχι μόνον της προσωπικής, αλλά και της ζωής της κοινότητας. Στην χαρά και στην λύπη (τραγούδια του γάμου και μοιρολόγια), στις οικογενειακές συνάξεις (τραγούδια γιορτινά) και στον καθημερινό κάματο (τραγούδια της δουλειάς), στα θρησκευτικά καθήκοντα (κάλαντα, θρησκευτικά τραγούδια) και υποχρεώσεις, στον πόνο του μισεμού (τραγούδια της ξενιτιάς), την ανάγκη της συλλογικής δράσης, αλλά και την αγαλλίαση του ανταμώματος.

        Σήμερα, όλες οι συνθήκες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν Δημοτικό Τραγούδι, έχουν λίγο ως πολύ εκλείψει, λόγω της γιγάντιας ανάπτυξης της τεχνολογίας και της ανατροπής του τρόπου ζωής της κοινότητας. Όταν επικοινωνώ συχνότατα, σχεδόν καθημερινά, με τις ανιψιές μου στην Αμερική ή με τον ξάδελφό μου στον Καναδά μέσω skype, με το τηλέφωνο, ή με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν εκατοντάδες εκατομμύρια μηνύματα ανταλλάσσονται καθημερινά στο διαδίκτυο, ποιος ο λόγος να δημιουργηθεί ένα τραγούδι της ξενιτιάς; Όταν μπορώ ν’ ανέβω σ’ ένα αεροπλάνο και σε λίγες ώρες να επιστρέψω στην πατρίδα, ποιος ο λόγος να τραγουδήσω:

«Ανάθεμά σε Μπουγκντανιά, Βλαχιά και Μπουκουρέστι

πόχεις ποτάμι’ απέραγα, βουνά που δεν πατιούνται…»;

      Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι  με τον τρόπο που η δικτατορία μεταχειρίστηκε την παράδοση και το δημοτικό τραγούδι, απέκοψε μια ολόκληρη ηλικιακή ομάδα απ’ αυτό, κυρίως αυτούς που εκείνη την εποχή περνούσαν την εφηβεία τους.

Για να φτάσουμε στο σήμερα, όταν η ισοπεδωτική λειτουργία της τηλεόρασης, έχει στερήσει κάθε έννοια δημιουργικότητας από τον λαϊκό άνθρωπο και τον έχει μεταβάλει σ’ ένα απλό μιμητικό όν όλων των προτύπων που δημιουργούνται και επιβάλλονται απ’ αυτήν  ο λαϊκός άνθρωπος, από δημιουργός έχει μετατραπεί σε πίθηκο, ο οποίος επαναλαμβάνει αντιγράφοντας, καλά ή κακά αδιάφορο, ό,τι ακριβώς βλέπει.

Έτσι, την υψηλή ποίηση του Δημοτικού τραγουδιού, έχει αντικαταστήσει η χυδαιότητα των (δήθεν) λαϊκών κατασκευασμάτων, την λαϊκή κεραμική οι όγκοι του πλαστικού, την λαϊκή δημιουργία η μαζική παραγωγή και το ντόπιο προϊόν που ένας ταξιδιώτης αποκτούσε για ανάμνηση τα Κινέζικα ολόιδια τσολιαδάκια.