Δημοσιονομική σταθερότητα - Χρηματοδοτικά εργαλεία

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΒΕΛΗ ΤΟΜΕΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                Από την πορεία της δεύτερης αξιολόγησης εξαρτάται η εκταμίευση των υπόλοιπων δόσεων της χρηματοδότησης του 3ου Μνημονίου. Τούτο όμως δεν εμπίπτει στις πρωτοβουλίες της ελληνικής πλευράς αλλά είναι συνάρτηση του εκλογικού κύκλου σε πολλά κράτη-μέλη της ευρωζώνης, αλλά και των νέων ισορροπιών στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.). Αυτό, ακριβώς αντανακλάται και από την απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Δ.Ν.Τ. Ορισμένα από τα Ευρωπαϊκά κράτη-μέλη εμμένουν στην  επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια, όπως έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του τρέχοντος 3ου Μνημονίου με την ΕΕ, την ΕΚΤ και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Τα στελέχη του Δ.Ν.Τ. και λοιπά κράτη-μέλη θεωρούν ότι ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος πρέπει να είναι περισσότερο ρεαλιστικός και να τεθεί στο 1,5% του ΑΕΠ. Παρά αυτή τη θεμελιώδη διαφορά τους, ζητούνται περαιτέρω μέτρα επειδή όπως διαπιστώνει το Δ.Ν.Τ., η βιωσιμότητα του χρέους επιδεινώθηκε δραματικά και η πορεία των μεταρρυθμίσεων επιβραδύνθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαίο ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής, που δεν θα περιλαμβάνει την εξοντωτική αύξηση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών επί πολύ περιορισμένης φορολογικής βάσης . Η μείωση των φόρων και η αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους αποτελούν προϋποθέσεις για ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη. Το Δ.Ν.Τ. εκτιμά ότι το χρέος νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται στο 70% του ΑΕΠ περίπου.

                                                                                                 Η ενίσχυση της ρευστότητας είναι απαραίτητη, αλλά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν αντιμετωπιστεί                                                                                                             γρήγορα το ζήτημα των κόκκινων  δανείων. Προκύπτει  επομένως, ένα χρηματοδοτικό                 κενό για τον                                                                                                                       επιχειρηματικό κλάδο, ανάμεσα στη ζήτηση και τη διαθεσιμότητα των βασικών              τραπεζικών προϊόντων, ενώ για το                                                                                  σύνολο σχεδόν                 των χρηματοδοτικών πηγών παρατηρείται μια           πτώση των διαθέσιμων κεφαλαίων. Ακόμα όμως                                                                                             και στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, φαίνεται ότι θα δημιουργηθούν συνθήκες τέτοιες όπου η πρόσβαση στη                                                                                                         χρηματοδότηση από εδώ και στο εξής θα είναι και πιο δύσκολη και πιο ακριβή για συγκεκριμένες ομάδες                                                                                                                 οικονομικών μονάδων, μέσα στις οποίες περιλαμβάνονται οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.  Ταυτόχρονα                                                                                                καθυστερεί η εξυγίανση των ισολογισμών των επιχειρήσεων και συντηρείται η καχεξία της οικονομία μας και το                                                                                                 πάγωμα των όποιων  επενδυτικών σχεδίων.

                Στο πλαίσιο αυτό και με βάση την παραδοχή ότι σε μια περίοδο απομόχλευσης της οικονομίας, η πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων στις μορφές πίστωσης αναμένεται να είναι στο μέλλον και πιο δύσκολη και πιο ακριβή, πρέπει να επιχειρηθεί  μια αναζήτηση εναλλακτικών χρηματοδοτικών υποδομών οι οποίες να συνδυάζονται με τις τεχνολογικές εξελίξεις και την καινοτομία.

                Τέλος η ενίσχυση του ανταγωνισμού και οι  μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, θα  τονώνουν τις εξαγωγές και θα προσδώσουν εξωστρέφεια στην οικονομίας μας.