Η αντιευρωπαϊκή ψευδολογία και οι πιθανές συνέπειες της

του Περικλή Σ. Βαλλιάνου, Καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΚΠΑ

Η ενωμένη Ευρώπη, και ως όραμα και ως θεσμική πραγματικότητα, δέχεται οξείες επιθέσεις. Το ρεύμα Τραμπ είχε εξ αρχής έντονα αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Ο νέος πρόεδρος αποκήρυξε το ΝΑΤΟ, ταυτίστηκε με το Brexit και συνδέθηκε στενά με τον γλοιωδέστερο από τους εκπροσώπους του, τον Φάρατζ.

Την νίκη του πανηγύρισαν στην Ευρώπη τα πιο οπισθοδρομικά στοιχεία, είτε στην κυβέρνηση και στις παρυφές της (όπως στην Ουγγαρία και στην Ελλάδα), είτε στην αντιπολίτευση (όπως στην Ολλανδία και στην Γαλλία). Ήδη από το 2015, με την ενίσχυση των Podemos και την κατάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, με κορύφωση το δημοψήφισμα, μία επαίσχυντη ομοβροντία ψεύδους δηλητηρίασε την κοινή γνώμη κατά της ευρωπαϊκής ιδέας.

Οι έρευνες του εγκυρότερου διεθνούς οργανισμού δημοσκοπήσεων, του Pew Research Center, δείχνουν ότι στην Ελλάδα οι αρνητικές γνώμες για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ήταν 66% το 2014 και ανέβηκαν στο 71% το 2016. Την ίδια στιγμή, το 53% είχε αρνητική γνώμη και για τον ΟΗΕ. Το 2014, δηλαδή πριν το μεγάλο κύμα των προσφύγων, το 86% ήθελε ήδη να μπουν φραγμοί στην μετανάστευση και το 70% πίστευε ότι οι μετανάστες είναι βάρος για την χώρα γιατί παίρνουν τις δουλειές των Ελλήνων και κάνουν την ποιότητα ζωής χειρότερη. Τέλος, το 63% των Ελλήνων πιστεύει ότι η πολυπολιτισμικότητα κάνει την χώρα χειρότερη.

Τα στοιχεία αυτά δείχνουν μία κοινωνία οικτρά συμπλεγματική, με σαθρή και ανασφαλή πολιτισμική ταυτότητα, που αντέχει μόνον σε συνθήκες αυτιστικής αποκοπής από τον διεθνή περίγυρο. Για τον λόγο αυτόν είναι διάστικτη από κοινωνική επιθετικότητα στο εσωτερικό και δηλητηριώδη μισοξενία προς τα έξω. Πρωταίτιοι γι αυτήν την αντιδραστική κατρακύλα είναι τα σημερινά κυβερνητικά κόμματα, οι σύμμαχοί τους στο δημοψήφισμα του 2015 και οι προπαγανδιστές τους στα μέσα επικοινωνίας –δηλαδή, η πλειοψηφία των δημοσιογράφων, περιλαμβανομένων και πλείστων εξ όσων αργότερα διαμαρτύρονταν για τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών.

Η αντιευρωπαϊκή ψευδολογία είχε δύο βασικά σκέλη. Το πρώτο ήταν ότι η ΕΕ αποτελεί μία συνωμοσία του κεφαλαίου για να απομυζήσει τους λαούς –ιδίως του Νότου. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για το μεγαλύτερο στην Ιστορία εγχείρημα αναδιανομής πλούτου υπέρ των φτωχότερων περιοχών. Από το 1981, λόγου χάρη, εισέρρευσαν στην Ελλάδα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ τα οποία, παρά την διασπάθισή τους για την κραιπάλη του κομματικού κράτους και την κηφηνώδη κατανάλωση, ανέβασαν θεαματικά το βιοτικό επίπεδο, ιδίως στην ύπαιθρο. Δεν μιλάμε για δάνεια, αλλά για χορηγίες μέσω των προγραμμάτων συνοχής και των διαφόρων «πακέτων».

Ο Γιώργος Δερτιλής έδειξε με ενάργεια ότι η διαφθορά της κρατικής μηχανής, η σήψη των θεσμών και οι χρεοκοπίες είναι ενδημικές παθογένειες του νεοελληνικού κράτους από συστάσεώς του, και όχι αποτελέσματα της επιβουλής των «ξένων». Η Ελλάδα ούτε κατά διάνοια δεν «εμεγαλούργησε» με την δραχμή, όπως ισχυρίσθηκαν κάποιοι μεγαλόσχημοι του σημερινού καθεστώτος. Ο Αρ. Δοξιάδης έχει τεκμηριώσει καταλεπτώς ότι το κομματικό σύστημα της μεταπολίτευσης κατεδάφισε τους «εμπορεύσιμους» κλάδους της οικονομίας, εκείνους δηλαδή που εντάσσονταν στον διεθνή παραγωγικό καταμερισμό και άρα παρήγαν πραγματικό πλούτο. Παράλληλα, τα κομματικά πανεπιστήμια καλλιεργούσαν την επίσημη πλέον ιδεολογία που ταύτιζε την επιχειρηματικότητα καθ’ αυτήν με την κλοπή και την εκμετάλλευση. Ο απόλυτος κρατισμός, η εξοντωτική φορολογία της παραγωγικής οικονομίας και ο άμετρος δανεισμός επέφεραν φυσιολογικά την χρεοκοπία. Αλλά, όπως είπαμε, «μην ακούτε αυτούς που γνωρίζουν τα πράγματα».

Παρά την αύξουσα χρηματοδοτική στενότητα από την μετατόπιση του παγκόσμιου οικονομικού κέντρου βάρους στην Ασία, στην Ευρώπη το κράτος πρόνοιας διατηρήθηκε σε απαράμιλλο επίπεδο αποτελεσματικότητας και ποιότητας. Αν τυχόν άνοιγαν τα σύνορα, είναι βέβαιον ότι η μεγάλη μάζα του πληθυσμού της Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής θα έσπευδε να εγκατασταθεί στην γεωγραφική περιοχή ανάμεσα στις Άλπεις, τον Ατλαντικό και τις βόρειες θάλασσες. Ακριβώς, δηλαδή, σε αυτή την «νεοφιλελεύθερη κόλαση» που καταγγέλλει η εθνικιστική αγυρτεία δεξιάς και αριστεράς.

Η δεύτερη αιχμή της αντιευρωπαϊκής ρητορείας είναι ο ισχυρισμός ότι η ενωμένη Ευρώπη αποσκοπεί στην πολιτιστική πολτοποίηση των λαών της, στην εξάλειψη της διαβόητης «ιδιοπροσωπίας» τους –και, πρωτίστως, στην εξαφάνιση του «ελληνικού έθνους». Στην πραγματικότητα, κεντρικός πυλώνας της ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι «η αρχή της επικουρικότητας» (principle of subsidiarity), η ιδέα ότι δέον να αποφεύγεται κάθε κεντρική νομοθετική ρύθμιση εφόσον η τοπική κοινωνία έχει τον τρόπο να λύσει ένα πρόβλημα με ίδια μέσα. Αλληλένδετες με την επικουρικότητα είναι οι αρχές της αναθέσεως (conferral) και της αναλογικότητας (proportiality) –η ιδέα, δηλαδή, ότι η ΕΕ διαθέτει μόνον τις εξουσίες που τής έχουν αναθέσει οι συμβάσεις και για να τις ασκήσει δικαιούται να χρησιμοποιήσει μόνον τα απαραιτήτως αναγκαία για τον σκοπό μέσα.

Συνεπώς, κάθε ρυθμιστική υπερδραστηριότητα της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών έρχεται σε σύγκρουση με το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο. Η πρόσφατη τάση είναι η ενίσχυση των δικαιοδοσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτό είναι δραστικό αντίβαρο στον παρεμβατισμό της «μη εκλεγμένης γραφειοκρατίας», τον οποίο απολυτοποιεί η αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα. Όμως, κάθε γραφειοκρατία –και στο εθνικό επίπεδο– είναι εξ ορισμού μη εκλεγμένη, και οφείλει να είναι για να μην καταντήσει άθυρμα κομματικής συναλλαγής. Θεμελιώδης όρος είναι μόνον η αξιοκρατική επιλογή των κρατικών λειτουργών και ο έλεγχός τους από την δικαστική εξουσία. Επιπροσθέτως, η ενωσιακή θεσμική τάξη είναι προϊόν συμβάσεων και συνθηκών ανάμεσα σε δημοκρατικές κυβερνήσεις, και άρα εξίσου νομιμοποιημένη όπως και οι εθνικές αρχές. Και, βεβαίως, το άρθρο 50 προβλέπειότι κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να αποχωρήσει.

Από εκεί και πέρα, το εάν η ΕΕ θα εξελιχθεί σε ομοσπονδία, σε συνομοσπονδία, αν θα παραμείνει ένας διακυβερνητικός σχηματισμός, ή θα οπισθοδρομήσει σε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο και μόνον, θα προκύψει από την πολιτική διαβούλευση και διαπάλη, και καθένας δικαιούται να έχει τις δικές του απόψεις για το δέον γενέσθαι.

Όπως και να έχει το πράγμα, η πολιτιστική πολυμορφία στους κόλπους της δεν έχει αμβλυνθεί. Η όποια πολιτιστική εξομοίωση της εποχής μας οφείλεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο Διαδίκτυο –του οποίου την απαγόρευση φαντάζομαι ότι κάθε εθνικιστής που σέβεται τον εαυτό του θα έπρεπε να ζητεί μετ’ επιτάσεως. Αντίθετα, με ευρωπαϊκή υποστήριξη αναβίωσαν γλώσσες που απειλούνταν με εξαφάνιση, όπως η κελτική της Ουαλίας, Σκωτίας και Ιρλανδίας, η βασκική, κ.α., καθώς και άλλων ειδών δραστηριότητες τοπικών κοινοτήτων. Η ΕΕ χρηματοδοτεί ακόμα και αντιευρωπαϊκά κόμματα, όπως το βρεταννικό UKIP, το ΚΚΕ και όλα τα παρόμοια που αντιπροσωπεύονται στην Ευρωβουλή.

Η δυσκαμψία στην λήψη αποφάσεων σε κεντρικό επίπεδο οφείλεται ακριβώς στην απρόσκοπτη έκφραση εθνικών και περιφερειακών διαφερόντων κατά την χάραξη της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής. Όπως και στον οικονομικό τομέα, η ενωμένη Ευρώπη είναι και εδώ θύμα της επιτυχίας της: όσο περισσότεροι λαοί ξεπεράσουν τον εθνικό εγωισμό και αποφασίσουν να μοιρασθούν αξίες και τρόπους ζωής με τους γείτονές τους, τόσο πιο περίπλοκη γίνεται η θεσμική αρχιτεκτονική της. Αλλά αυτό δεν είναι με κανέναν τρόπο επιχείρημα υπέρ της επιστροφής στην εθνοκεντρική περιχαράκωση.

 

 

Διαβάστε επίσης